υπονομίσκος

υπονομίσκος
ο, Ν
στρ. μικρού μήκους υπόνομος που χρησιμεύει για αμυντικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπόνομος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. νεαν-ίσκος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”